Μια δύο μέρες μετά από τις ταραχές που ξέσπασαν στην Αθήνα βρισκόμουν στο γραφείο και προσπαθούσα να τελειώσω το κείμενο που έπρεπε να παραδώσω στον γεμάτο βλοσυρότητα αρχισυντάκτη μου. Θα έπρεπε να είναι γραμμένο με τέτοιο τρόπο που θα έπρεπε να χαϊδεύει τα αυτιά και των δύο πλευρών. Κάθισα στο γραφείο και άρχισα να γράφω. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στην επιφάνεια του γυαλιστερού χαρτοκόπτη. Το πρόσωπο μου με τρόμαξε. Ήμουν εγώ που κάποτε το έπαιζα και καλά ασυμβίβαστος, ήμουν εγώ που πετούσα πέτρες και ότι άλλο έβρισκα στους «μπάτσους» της χούντας, αλλά έβλεπα και ένα άλλο πρόσωπο που τώρα ήταν συμβιβασμένο με το κατεστημένο.
Τελείωσα το άρθρο που πουλούσε την προσωπικότητα μου και τα κάποτε πιστεύω μου και γύρισα στο σπιτάκι μου. Κάθισα στον καναπέ μου, που έχει την μυρωδιά του κώλου μου και ένοιωσα ότι είμαι ασφαλής. Τι διάβολο, όλα αυτά τα παιδιά γιατί σπάνε; Γιατί χαλάνε, εμείς έχουμε το δικό μας σύμβολο, το πολυτεχνείο, αυτά τα κωλόπαιδα προσπαθούν να κάνουν το δικό τους πολυτεχνείο τώρα; Αν είναι δυνατόν δηλαδή. Είναι δυνατόν; Τι θα έχω πλέον να λέω εγώ στα δικά μου κωλόπαιδα; Μέχρι τώρα είχα να τους λέω : «Α, εμείς πολεμήσαμε, εμείς αντισταθήκαμε, εσείς τι κάνατε;». Με αυτό τον τρόπο μπορούσα να τα μαλώνω και να τα κάνω να νοιώθουν ενοχές και έτσι έβγαινα εγώ λάδι και από πάνω, κάνοντας τους τον σπουδαίο και μεταφέροντας τους τις δικές μου ενοχές σε εκείνα.
Να πάρει ο διάβολος με αυτά που έκαναν τώρα, έχανα την πρωτιά, έχανα το σύμβολο που δημιούργησα και μετά κοιμήθηκα. Βολεύτηκα, έχω τον κλασμένο μου καναπέ, με μερικές σταγόνες από σάλτσα κάποιου κομματιού πίστας για να μου θυμίζει ότι κάποτε είχα δώσει αγώνα για την ελευθερία που όμως άφησα στην μέση, δίνοντας την ευκαιρία σε κάποιους πολιτικούς να με κλέψουν, να με πηδήξουν, μετατρέποντας με σε έναν τέλειο «Bi sexual» βολεμένο στον καναπέ. Να κοιτάζω την φάτσα κάποιου Αρναούτογλου που με φτύνει στα μούτρα και εγώ λέω ότι βρέχει, απλά και μόνο για να μη σηκωθώ από τον καναπέ μου και μαζί με την ζεστασιά που προσφέρει στον τετραγωνισμένο πια κώλο μου, χαθεί και η μυρωδιά της σκατίλας μου.
Τώρα πια βλέπω τον γιο μου σαν ανταγωνιστή μου, σαν τον γέρικο λύκο που δεν θέλει να χάσει τα προνόμια που έχει μέσα στην αγέλη του κοπαδιού του. Σκέφτομαι ότι αυτά τα παιδιά που βρίσκονται στους δρόμους ρίχνοντας πέτρες στα όργανα του βρώμικου πολιτικού συστήματος μου γκρεμίζουν τα σύμβολα που τόσα χρόνια προσπαθώ να τα κρατήσω με νύχια και δόντια. Έρχονται τώρα αυτά και ξεκινούν έναν νέο αγώνα καταργώντας τον δικό μου; Και τώρα τι στο διάβολο θα έχω να τους λέω;
Βέβαια βαθιά μέσα μου σκέφτομαι πόσο ένοχος είμαι. Πόσο ένοχος και μερικές φορές και βρώμικος είμαι απέναντι στα παιδιά μου. Είμαι ένας τύπος που σε κάποια φάση κατάφερε να βολευτεί και ακριβώς επιδεί βολεύτηκε (τρούποσε) νόμισε ότι ο αγώνας είχε πλέον τελειώσει για πάντα και ότι κανείς άλλος πια δεν είχε το δικαίωμα να αγωνιστεί για τα δικαιώματα του, γιατί μόνο ο δικός μου αγώνας και ο αγώνας της δικής μου γενιάς έπρεπε να ήταν ο τελευταίος.
Βλέπεις φρόντισα να ψηφίσω πολιτικούς που κάποτε ψήφιζε ο παππούς του παππού μου και ο πατέρας μου, στο κάτω-κάτω μου αρέσει που όλοι αυτοί οι ίδιοι και οι ίδιοι πολιτικοί πλουτίζουν εις βάρος μου κλέβοντας με. Στο τέλος είμαι και βολεμένος, τι με πειράζει δηλαδή που αυτά τα καθίκια κλέβουν από μένα, αφού μπορώ και έχω την γυναίκα μου, τα παιδιά μου και καμιά γκομενίτσα να βολεύομαι τι με νοιάζει που τα παιδάκια αύριο δεν θα έχουν δουλειά;
Στο κάτω-κάτω εγώ αγωνίστηκα κατά της χούντας, δεν έχουν δικαίωμα αυτά τα παιδιά να μου κατεβάζουν από το βάθρο το σύμβολο μου και να τοποθετούν το δικό τους αγώνα πάνω στο δικό μου σύμβολο. Τι με νοιάζει εμένα αν κάποια από τα παιδιά αυτά αναγκάζονται να δουλέψουν για ένα κομμάτι ψωμί; Εμένα με νοιάζει μόνο αν είναι καλά παιδιά, σκύβουν το κεφάλι τους μπροστά στην εξουσία και στα όργανα της, εμένα με νοιάζει να μου μοιάζουν, να είναι έτοιμα να δεχτούν από πίσω τους τα μόρια της εξουσίας και των οργάνων της, έτσι κι αλλιώς είπαμε, ο αγώνας τελείωσε στο πολυτεχνείο και στο πέσιμο της χούντας, απαγορεύετε πια να αγωνιστεί κανείς άλλος. Δεν πρέπει να διαταράξει κανείς άλλος τον βολεμένο μου κώλο που αναπαύετε φαρδύς, πλατύς στον καναπέ, μπροστά στο home cinema βλέποντας να γεμίζει από την γυαλιστερή μούρη των δημοσιογράφων και των πολιτικών που με πηδάνε και το ευχαριστιέμαι κιόλας.
Αν είναι δυνατόν δηλαδή, τι στο διάβολο θέλουν όλοι αυτοί οι νεαροί και νεαρές και στρέφονται κατά των βολεμένων που επιτέλους έδωσαν αγώνα; Τι θέλουν να πάρουν μερίδιο από τα εκατομμύρια των παπάδων και των πολιτικών; Έπρεπε να κάθονται ήσυχα και να απολαμβάνουν τα 600 Euro που αύριο θα τους δίνει το σύστημα. Ακούς εκεί να θέλουν να αγωνιστούν; Αντί να κάτσουν και να αφήσουν και αυτά την δική τους σκατίλα πάνω στον καναπέ, να τραβάνε καμιά μαλακία με τα βυζιά της Μενεγάκη, να δέχονται τις ροχάλες του Αρναούτογλου και να βλέπουν τον ρυπαρό δημοσιογράφο να τους παραδίδει μαθήματα ήθους πετώντας μπουκάλια στους διαιτητές και μετά να ζητά από τα παιδιά να μην εξασκούν βία.
Ακούς εκεί να κάνουν αγώνα. Είπαμε ο αγώνας τελείωσε μαζί με την δική μου γενιά, άλλος κανείς δεν επιτρέπετε πια να κάνει αγώνα, πάει και τελείωσε.
Ου να μου χαθώ… και μαζί με εμένα όλοι της βολεμένης γενιάς μου…
No response to “ΜΑΣ ΕΡΙΞΑΝ ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΑΙ ΘΥΜΩΣΑΜΕ...!”
Leave a Reply
Παρακαλώ, σχολιάστε, αλλά να είστε (αν θέλετε) κόσμιοι στις εκφράσεις σας.
Σας ευχαριστώ.
Με αγάπη και σεβασμό
Writer