Σάββατο 4 Απριλίου 2009

ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ

Τι μου ήρθε σήμερα; Ξύπνησα με διάθεση μελαγχολική. Άρχισα να θυμάμαι πράγματα που εδώ και καιρό είχα ξεχάσει ή ήθελα να ξεχάσω. Έτσι μόλις τώρα θυμήθηκα πως ήταν η ζωή μου και οι άνθρωποι το έτος 1967, τότε που είχαμε τους συνταγματάρχες στο κεφάλι μας.

Μπορεί μεν να μην είχαμε κάποιες ελευθερίες (που ουσιαστικά το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, μόνο που σήμερα έχουν αφήσει μερικές οπές στην χύτρα, μόνο και μόνο για να μην μπορούμε να ενωθούμε), αλλά τουλάχιστον τούτη η σκλαβιά μας, μας έκανε να νοιώθουμε πιο δεμένοι, πιο κοντά ο ένας στον άλλον.

Παιδάκι τότε εννιά χρονών εγώ, πήγαινα σε ένα σχολείο στον Πειραιά, κοντά στο Χατζηκυριάκειο ορφανοτροφείο, όπου για δάσκαλο είχαμε έναν παπά. Ήταν ένας τύπος ψηλός, με μάτια που έσταζαν μόνο κακία. Τώρα θα μου πεις ήσουν παιδάκι και ίσως τον έβλεπες έτσι. Όχι δεν ήταν αυτό, ακόμα και οι γονείς έλεγαν τα χειρότερα για αυτόν τον τύπο.

Έμπαινε στην τάξη και το πρώτο πράγμα που ρώταγε ήταν; «Μήπως έχουμε κανέναν τουρκόσπορο σήμερα που να έχει έρθει από την Κωνσταντινούπολη;». Ήταν βλέπεις εκείνη την εποχή που έλληνες της «Πόλης» έρχονταν στην Ελλάδα, αφού και πάλι οι τούρκοι είχαν αρχίσει να τους πιέζουν να φύγουν από την χώρα.

Δυστυχώς για μένα, ήμουν και εγώ ένας από αυτούς τους καταραμένους της Γης. Με έβλεπε και του γυρνούσαν τα μάτια ανάποδα. Κάθε τόσο με ρωτούσε με ειρωνικό ύφος λέγοντας. «Δεν μου λες τουρκάκι, τελικά έχεις βαπτισθεί;».

Κοκκίνιζα, άκουγα τα άλλα παιδιά να γελάνε, έβλεπα το τομάρι με τα μούσια να σκάει και αυτό στα γέλια που με ρωτούσε, ενώ ήξερε πολύ καλά ότι η καταγωγή μου ήταν από το μέρος εκείνο από όπου είχε προέλθει το δόγμα που και εκείνος πίστευε.

Κάθε φορά που τελείωνε τούτο το ψυχολογικό βασανιστήριο ήμουν αποφασισμένος ότι την επόμενη φορά που θα με ρωτούσε κάτι τέτοιο τούτο το μουσάτο δοχείο νύχτας, να του απαντήσω ότι όχι δεν είχα βαπτισθεί από τον ίδιο τον Πατριάρχη αλλά από ένα Χότζα μπας και ησύχαζε. Δυστυχώς δεν το έκανα ποτέ. Ξέρετε γιατί; Γιατί το θεωρούσα προσβολή να πω κάτι τέτοιο και ας ήταν και ψέμα.

Βλέπεις καλώς ή κακός το μίσος μας για τους Τούρκους ήταν πολύ μεγάλο. Το κακό είναι ότι εκεί μας φώναζαν «γκιαούρηδες» και εδώ τουρκαλάδες. Αυτό ήταν το τίμημα που πληρώναμε όλοι εμείς τότε για την υπέρμετρη αγάπη μας για την μητέρα πατρίδα.

Κι όμως, ανάμεσα στους ανθρώπους της τότε γειτονιάς (πέρα από τους βρωμερούς που είχαν μια θέση στην εξουσία), οι άνθρωποι οι απλοί ενδιαφέρονταν ο ένας για τον άλλον. Άλλες φορές με διάθεση κακίας και άλλες (τις περισσότερες) με πραγματικό ενδιαφέρον.

Όπου και να πήγαινε κανείς άκουγε καλημέρα. Μα στο φούρνο, μα στο μπακάλη, μα στο περίπτερο άκουγε το καλή μέρα. Σήμερα; τίποτα κανείς μας δεν ξέρει και ίσως δεν θέλει να μάθει ποιος είναι αυτός που είναι στο διπλανό διαμέρισμα ή στην μονοκατοικία. Όχι μόνο δεν μας νοιάζει ποιος είναι, αλλά ούτε αν ίσως χρειάζεται καμιά φορά να τον βοηθήσει κανείς.

Αποξένωση, μοναξιά και υπερτίμηση του εαυτού μας. Νοιώθουμε ξένοι ακόμα και μέσα στο ίδιο μας το σώμα. Πώς φτάσαμε έως εδώ; Τέλος πάντων, ίσως μια άλλη φορά. Τώρα πρέπει να συνεχίσω να ζω το σήμερα, πρέπει πάλι να απομονώσω τον εαυτόν μου από όλους τους άλλους γύρω μου, είναι εχθροί μου, αλλά τους αγαπώ…



3 Responses to “ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ”

korinoskilo είπε...

επειδη εχω δει να λες και σε αλλο ποστ σου για καλημερα ........

πες εσυ πρωτος καλημερα ..... ισως αλλαξουν τα αποτελεσματα :)


καλημερα
καλη κυριακη :)

ΛΕΩΝ είπε...

Μερικές φορές έχουμε την απαίτηση από τους άλλους να κάνουν την αρχή! Ας την κάνουμε εμείς κι αν ακόμα τα αποτελέσματα δεν είναι αυτά που θα θέλαμε, νιώθουμε μια ικανοποίηση, μια γαλήνη!
Πολύ πρωτότυπο να συμφωνώ με το korinoskilo!
Καλημέρα writer!

delfinoula είπε...

Να λες καλημέρα για σένα κι αν σου απαντήσουν έχει καλώς. Διαφορετικά να μη σε νοιάζει. Άμα πια... Θα κάθεσαι να σκας με τους απολίτιστους.

Καλώς σε βρήκα!

Leave a Reply

Παρακαλώ, σχολιάστε, αλλά να είστε (αν θέλετε) κόσμιοι στις εκφράσεις σας.
Σας ευχαριστώ.
Με αγάπη και σεβασμό
Writer